Ασμοναϊκά τείχη στο φρούριο Αλεξάνδρειο
Born about 100 B.C. ; died 47 B.C. He was the eldest son of Aristobulus II. and son-in-law of Hyrcanus. Upon the conquest of Jerusalem by Pompey in 63, he and his parents, brothers, and sisters were sent to Rome as prisoners of war. Alexander escaped on the way, and, returning to Judea, endeavored to throw off the Roman yoke by force of arms. Taking advantage of the straits in which the Romans just then found themselves in having to confront disturbances among the Arabs, Alexander took measures to restore the fortifications of Jerusalem destroyed by Pompey, though his action was opposed by the Roman garrisons in the country and by the weakling monarch Hyrcanus. He next secured possession of the fortresses of Alexandrion, Hyrcanion, and Machærus. When he had gathered around him a force of 10,000 heavy infantry and 1,500 horsemen he declared open war against Rome in the year 57 B.C. Gabinius, who had just arrived in Syria as proconsul, immediately sent his lieutenant Mark Antony (the subsequently celebrated triumvir) against him, and then followed with his main army, whose numbers were swelled by Romanized Jews, led by the half-Jew Antipater. Alexander endeavored in vainto avoid a pitched battle. Near Jerusalem 3,000 of his followers died upon the field, while as many again were made captives, and he with a small remnant escaped to the fortress of Alexandrion. Although promised full pardon, he rejected Gabinius' summons to surrender; and only after a brave defense against the united efforts of Gabinius and Mark Antony did he capitulate upon condition of retaining his liberty. This result of his futile resistance to the Romans was followed by no further personal suffering for him; but it was different with the Jewish people. Even the nominal independence which Judea had hitherto enjoyed under its quasi-kings was now at an end; Gabinius deprived Hyrcanus of all political standing, and left him only the charge of the Temple. Thus the struggle of the brave Maccabees ended in the total loss of even the semblance of independence.
Alexander, however, had not yet given up all hope, and in the year 55, after the escape of his father and his brother Antigonus from Roman captivity (56), he again meditated opposition to the Romans. While Gabinius was temporarily absent from Palestine, Alexander gathered around him a considerable force, with which he vanquished such Roman detachments as opposed themselves to him, and compelled the enemy to withdraw to Mount Gerizim. Gabinius hastened back to Palestine from Alexandria, and upon his arrival fortune once more deserted Alexander. A considerable proportion of his force was detached from allegiance by the craftiness of Antipater, leaving him with only 30,000 men, who were unable to withstand Gabinius' attack, and fled from the battle-field of Itabyrium, leaving one-third of their number dead on the field. Alexander seems to have escaped to Syria, where, however, the unfortunate fate which pursued his unhappy family overtook him. In the year 49-48 B.C. , just when the good star of the Maccabees, through the favor of Cæsar, seemed once again to be in the ascendant, Alexander, by direct command of Pompey, was beheaded at Antioch by Q. Metellus Scipio, Pompey's father-in-law, who was at the time proconsul of Syria.
Bibliography:
- Josephus, Ant. xiv. 4, § 5; 5, § 2; 6, §§ 2, 3; 7, § 4; idem, B. J. i. 7, § 7; 8, §§ 2, 6; 9, §§ 1, 2;
- Grätz, Gesch. d. Juden, 2d ed., ii. 144, 148;
- Schürer, Gesch. i. 241, 276 et seq.
Η δραπέτευση και η εξέγερση του Αλέξανδρου. Ιερουσαλήμ
Το 63 π.Χ. ύστερα από την κατάλυση του Ασμοναϊκού βασίλειου [2] ενώ ο ίδιος , οι γονείς του , ο μικρότερος αδελφός του και οι αδελφές του μεταφέρονταν στην Ρώμη ο Αλέξανδρος δραπέτευσε και επέστρεψε στην Ιουδαία [3][4].
Αφού συσπείρωσε με την πάροδο των ετών τους οπαδούς του πατέρα του τελικά το 57 π.Χ. σχημάτισε ένα στρατό από 10.000 πεζούς και 1.500 ιππείς και επιτέθηκε εναντίον της Ιερουσαλήμ. Ο θείος του αρχιερέας Υρκανός που βρίσκονταν εκεί μη μπορώντας να αντισταθεί διέφυγε και ο Αλέξανδρος κατέλαβε και οχύρωσε την πόλη[5][6][7].
Τα γεγονότα αυτά θορύβησαν τον Αύλο Γαβίνιο, που μόλις είχε αναλάβει την θέση του έπαρχου της Συρίας, ο οποίος έστειλε αμέσως εναντίον του ένα απόσπασμα στρατού με επικεφαλής έναν από τους αξιωματικούς του τονΜάρκο Αντώνιο μαζί με έναν στρατό που σχηματίστηκε από οπαδούς του Υρκάνου με επικεφαλής τους στρατηγούς Πειθόλαο και Μάλιχο ενώ ο ίδιος προετοιμάστηκε να ακολουθήσει με τον κύριο όγκο των δυνάμεων του [8][9][10].
Ο Αλέξανδρος προετοιμάστηκε για τον επικείμενο ερχομό των αντιπάλων του καταλαμβάνοντας τα φρούρια Αλεξάνδρειo, Μαχαιρούντα και Υρκανία[11]. Όταν όμως διαπίστωσε την αδυναμία του να αντιμετωπίσει τον στρατό των αντιπάλων του άρχισε να υποχωρεί προς την Ιερουσαλήμ. Τελικά φτάνοντας κοντά στην πόλη αναγκάστηκε να δώσει μάχη υπό δυσμενείς γι’ αυτόν συνθήκες που κατέληξε σε συντριπτική ήττα (3.000 νεκροί και άλλοι τόσοι αιχμάλωτοι) όταν ο Γαβίνιος έφτασε έγκαιρα στο πεδίο της μάχης και πρόλαβε να ενισχύσει τις δυνάμεις του Αντωνίου και των Ιουδαίων στρατηγών του Υρκανού[12][13][14].
Ο Αλέξανδρος διέφυγε με τα υπολείμματα του στρατού του προς το οχυρό Αλεξάνδρειο. Λίγο πριν φτάσει εκεί, ο Γαβίνιος που τον κατεδίωκε κατά πόδας τον πρόλαβε και του επέφερε νέα βαριά ήττα. Τελικά οι εξουθενωμένοι Ιουδαίοι κλείστηκαν στο οχυρό πολιορκούμενοι από τους Ρωμαίους[15][16]. Ο Αλέξανδρος ύστερα από διαπραγματεύσεις με τον Γαβίνιο και παρότρυνση της μητέρας του που φοβήθηκε για την τύχη της αιχμάλωτης οικογένειας της που βρίσκονταν στη Ρώμη παραδόθηκε και παρέδωσε τα οχυρά που είχε καταλάβει[17][18]. Αυτά τα οχυρά ο Γαβίνιος τα κατάστρεψε. Ο Γαβίνιος αποκατέστησε τον Υρκανό στο αξίωμα του και έστειλε πίσω στην Ρώμη τον Αλέξανδρο[19]. Διέταξε τον εποικισμό πολλών πόλεων που είχαν υποστεί καταστροφές (Σκυθόπολη, Σαμάρεια, Άζωτος, Γάμαλα, Ραφεία, Ανθηδών, Ιαμνεία, Αδώρεος, Απολλωνία, Μαρίσα) [20][21] και χώρισε την ιουδαϊκή επικράτεια σε πέντε μέρη εξαφανίζοντας και το παραμικρό ίχνος αυτονομίας[3][22][23].
Ύστερα από την νέα αποτυχημένη εξέγερση που οργάνωσε ο πατέρας του Αριστόβουλος το επόμενο έτος (56 π.Χ.) ο Αλέξανδρος και ο αδελφός του Αντίγονος Ματταθίας απελευθερώθηκαν και εγκαταστάθηκαν στην Ιουδαία, ύστερα από υπόδειξη του Γαβίνιου προς τις ρωμαϊκές αρχές. Το τέλος της αιχμαλωσίας τους ήταν το αντάλλαγμα, για την παρέμβαση της συζύγου του Αριστόβουλου προς τους οπαδούς του συζύγου της , που έγινε με σκοπό την αναίμακτη παράδοση όσων οχυρών θέσεων κατείχαν ακόμη στους Ρωμαίους[24][25].